- υπολυγίζομαι
- Α(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) (με παθ. σημ.) κρύβομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + λύγος (II) «σκοτάδι» + κατάλ. -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπολυγίζεσθαι — ὑπολυγίζομαι to be concealed pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)